χιονοσκέπαστος
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
χιονοσκεπασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σκεπαστός (< σκεπάζω), πρβλ. ροδο-σκέπαστος, συννεφο-σκέπαστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη].