ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
-ές, Νόμοιος με χιτώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιτώνας + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Αθ. Σ. Κουμανούδη].