χολιάζω

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

Ν χόλος / χολή
1. (μτβ.) κάνω κάποιον να θυμώσει ή να πικραθεί πολύ
2. (αμτβ.) οργίζομαι, θυμώνω.