χοντρόσαρκος

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
παχύσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + -σαρκος (< σάρκα), πρβλ. λεπτό-σαρκος].