Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
-η, -ο, Νπαχύσαρκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- + -σαρκος (< σάρκα), πρβλ. λεπτό-σαρκος].