χορταριάζω

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

Ν χορτάρι
1. βγάζω χορτάρι, καλύπτομαι από χλόη
2. (για τοίχους, δέντρα, λίθους) καλύπτομαι από βρύα
3. (στην ποίηση) μένω έρημος («χορτάριασαν κι οι τάφοι εκείθε πέρα», Ζερβ.).