διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
το, Ν1. ανάπαυση, ραχάτι2. συνεκδ. νωθρότητα, τεμπελιά3. απόλαυση.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huzur].