χουζούρι

From LSJ

διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανάπαυση, ραχάτι
2. συνεκδ. νωθρότητα, τεμπελιά
3. απόλαυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. huzur].