ραχάτι

From LSJ

δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο → intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots

Source

Greek Monolingual

το, Ν
αργία και ξεκούραση, τεμπελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. rahat].