χρησιμοθήρας
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
ο, Ν
1. αυτός που επιζητεί μόνον ό,τι είναι χρήσιμο στον εαυτό του
2. ο οπαδός της θεωρίας της χρησιμοθηρίας, ωφελιμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήσιμος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Σ. Α. Κουμανούδη].