χρησμοδότις
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
German (Pape)
[Seite 1375] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Tzetz.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Μ
βλ. χρησμοδότης.
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
[Seite 1375] ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Tzetz.
-ιδος, ἡ, Μ
βλ. χρησμοδότης.