χυτάσφαλτος

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ασφαλτικό οδόστρωμα από άσφαλτο, άμμο και λεπτά σκύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυτός + άσφαλτος].