χωριτικῶς
From LSJ
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
French (Bailly abrégé)
adv.
en paysan, d'une manière rustique.
Étymologie: χωριτικός.
Russian (Dvoretsky)
χωρῑτικῶς: по-деревенски (τετράφθαι Xen.).
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
adv.
en paysan, d'une manière rustique.
Étymologie: χωριτικός.
χωρῑτικῶς: по-деревенски (τετράφθαι Xen.).