χόρδωμα

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

το, Ν
ιατρ. όγκος που αναπτύσσεται από τα υπολείμματα της νωτιαίας χορδής, με κακή συνήθως πρόγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. χαίτη: χαίτωμα)].