χόρδωμα
From LSJ
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut
το, Ν
ιατρ. όγκος που αναπτύσσεται από τα υπολείμματα της νωτιαίας χορδής, με κακή συνήθως πρόγνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + κατάλ. -ωμα (πρβλ. χαίτη: χαίτωμα)].