ψιλοδουλεύω

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

Ν
1. επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη λεπτότητα
2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ψιλοδουλεμένος, -η, -ο
επεξεργασμένος με πολλή προσοχή και λεπτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + δουλεύω.