ψιλοκόβω
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
Ν
1. κόβω σε μικρά κομμάτια («ψιλοκόβω κρεμμύδι»)
2. λειοτριβώ, κονιορτοποιώ («ψιλοκόβω τον καφέ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + κόβω].