ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
-η, -ο / ψιλούτζικος, -η, -ον, ΝΜκάπως ψιλός, αρκετά ψιλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μεγαλούτσικος)].