ψυχογένεια

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505

Greek Monolingual

η, Ν
(ιατρ.-ψυχολ.) η μελέτη τών ψυχικών αιτίων που μπορούν να ερμηνεύσουν μια συμπεριφορά, ένα σύμπτωμα ή μια νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psyhogenie].