Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ψυχρόαιμος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν 1. (για ζώο) αυτός που έχει ψυχρό αίμα 2.φρ. «ψυχρόαιμα ζώα» ζωολ. τα ποικιλόθερμα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ.<ψυχρός+ -αιμος (<αίμα), πρβλ. θερμό-αιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Γ. Ιωαννίδη].