βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
ὁ, Μαυτός που έχει ογκώδεις ή ψηλούς ώμους.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος + -οίδης (< οἰδέω «πρήζομαι», πρβλ. ἰσχιοίδης].