ωτακουστώ
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)
Greek Monolingual
ὠτακουστῶ, -έω, ΝΑ
κρυφακούω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὠτὶ ἀκουστόν, αντίθετο του ἀνηκουστῶ].