болтать
From LSJ
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
Russian > Greek
προσμυθολογέω, κωτίλλω, ἀδολεσχέω, στωμύλλω, προλαλέω, καταστωμύλλομαι, καταφλυαρέω, παραδολεσχέω, λαλέω, λαλαγέω