στωμύλλω

From LSJ

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στωμύλλω Medium diacritics: στωμύλλω Low diacritics: στωμύλλω Capitals: ΣΤΩΜΥΛΛΩ
Transliteration A: stōmýllō Transliteration B: stōmyllō Transliteration C: stomyllo Beta Code: stwmu/llw

English (LSJ)

(στωμύλος)
A to be talkative, chatter, babble, τριβολεκτράπελα Ar.Nu.1003; Com. of birds, Id.Ra.1310.
II more freq. in Med. στωμύλλομαι, Id.Th.1073, Ra.1071: fut. στωμῠλοῦμαι Id.Eq. 1376: aor. ἐστωμῡλάμην Id.Ach.579, Th.461 (cj. Dind.): also in good sense, talk, chat, εἰς ἀλλήλους Id.Pax995.

German (Pape)

[Seite 960] auch als dep. med. στωμύλλομαι, nur im praes., mundfertig oder geschwätzig sein, schwatzen, auch im mildern Sinne, losen, von angenehmer, einnehmender Gesprächigkeit; στωμύλλων, Ar. Nubb. 990; ἀλκυόνες, αἳ παρ' ἀενάοις θαλάσσης κύμασι στωμύλλετε, Ran. 1305; u. med., παῦσον δ' ἡμῶν τὰς ὑπονοίας τὰς περικόμψους, αἷς στωμυλλόμεθ' εἰς ἀλλήλους, Pax 959; Th. 1073 Ran. 1069.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
babiller.
Étymologie: στωμύλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στωμύλλω [στωμύλος] aor. med. ἐστωμυλάμην, act. en med. met dezelfde bet. praatgraag zijn, kletsen:. ἀπολεῖς μ’, ὦ γραῦ, στωμυλλομένη je zult mijn dood zijn, oud mens, met je geklets Aristoph. Th. 1073.

Russian (Dvoretsky)

στωμύλλω: (преимущ. med. с fut. στωμυλοῦμαι) болтать, стрекотать, судачить Arph.

Greek (Liddell-Scott)

στωμύλλω: ἐκ τοῦ στωμύλος, ὡς τὸ στρογγύλλω, ἐκ τοῦ στρογγύλος)· - εἶμαι λάλος, πολυλόγος, λέγω πολλά, λαλῶ τρανῶς, φλυαρῶ, οὐ στωμύλλων κατὰ τὴν ἀγορὰν τριβολεκτράπελα Ἀριστοφ. Νεφ. 1003· ἀστείως ἐπὶ τῶν πτηνῶν, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 1310. ΙΙ. συνηθέστερον ὡς ἀποθετ. στωμύλλομαι ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 1073, Βατρ. 1071· μέλλ. στωμυλοῦμαι Ἱππ. 1376· ἀόρ. ἐστωμυλάμην Ἀχ. 579, Θεσμ. 461· ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασίας, λέγω, ὁμιλῶ ἐν ἐκτάσει, εἰς ἀλλήλους Εἰρ. 995.

Greek Monolingual

Α
(συν. το μέσ.) στωμύλλομαι
1. είμαι φλύαρος («ἀπολεῖς μ', ὦ γραῡ, στωμυλλομένη», Αριστοφ.)
2. (με καλή σημ.) συζητώ με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στωμύλ- < στωμύλος].

Greek Monotonic

στωμύλλω: (από στωμύλος, όπως το στρογγύλλω από στρογγύλος), είμαι ομιλητικός, πολυλογάς, φλυαρώ, λέω ανοησίες, καλαμπουρίζω, σε Αριστοφ.· ομοίως, αποθ., στωμύλλομαι, μέλ. στωμυλοῦμαι, αόρ. αʹ ἐστωμυλάμην, στον ίδ.

Middle Liddell

στωμύλλω, [from στωμύλος, as στρογγύλλω from στρογγύλος
to be talkative, to chatter, babble, Ar.:—so as Dep. στωμύλλομαι, fut. στωμυλοῦμαι, aor1 ἐστωμυλάμην, Ar.

Translations

prattle

Arabic: بَقَّ; Asturian: esbabayar; Bulgarian: бърборя; Czech: plkat; Danish: plapre, pludre; Dutch: ratelen; English: babble, bat the breeze, blab, blabber, blather, chatter, chew the fat, chew the rag, chinwag, chit-chat, chunner, clack, claver, clepe, drivel, gabble, gibber, go on, jabber, maunder, natter, palaver, piffle, prate, prattle, rabbit, rabbit on, ramble, shoot the breeze, shoot the bull, shoot the shit, smatter, tattle, twaddle, waffle, wibble, witter, yabber, yack, yap, yatter; Finnish: pälättää; French: bavarder; Galician: laretar, esbardallar, barballar, barallar; Georgian: ტიტინი, ტიკტიკი, ყბედობა, ლაქლაქი; German: schwatzen; Greek: δε βάζω γλώσσα μέσα, δε βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα μέσα, δεν βάζω γλώσσα μέσα μου, δεν βάζω γλώσσα στο στόμα μου, δεν κλείνω καθόλου το στόμα μου, δεν παύει το στόμα μου, δεν το βουλώνω, είμαι γλωσσοκοπάνα, ζαλίζω, ζαλίζω από την πολύ πάρλα, ζαλίζω τον έρωτα, η γλώσσα μου πάει πολυβόλο, η γλώσσα μου πάει ροδάνι, η γλώσσα μου πάει ψαλίδι, μακρηγορώ, μακρολογώ, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω βαρετά, μιλώ ακατάπαυστα, πάει το στόμα μου ροδάνι, παίρνω μονότερμα, παίρνω τ' αυτιά, παίρνω τ' αφτιά, παίρνω τα αυτιά, παίρνω τα αφτιά, πεθαίνω στην πάρλα, πεθαίνω στο μπλα μπλα, πιάνω μονότερμα, πιπιλίζω το μυαλό, πολυλογώ, πρήζω, τρελαίνω στην πάρλα, τρώω τ' αυτιά, τρώω τ' αφτιά, τρώω τα αυτιά, τρώω τα αφτιά, τρώω το κεφάλι, φλυαρώ, φλυαρώ ακατάπαυστα, φλυαρώ ακατάσχετα; Ancient Greek: ἀδολεσχεῖν, ἀδολεσχέω, θρυλεῖν, θρυλέω, λαλεῖν, λαλέω, μακρηγορέω, μακρολογέω, μακύνω, μηκυνέω, μηκύνω λόγον, μηκύνω λόγους, πολυστομεῖν, πολυστομέω, στωμύλλεσθαι, στωμύλλω, φληναφᾶν, φληναφάω, φλυαρεῖν, φλυαρέω, φλύειν, φλύω; Hungarian: csacsog; Latin: garrio; Lithuanian: vapalioti; Macedonian: ломоти; Maori: pahupahu, hautete, hote, tarawhete; Polish: paplać, bajtlować, zbajtlować; Russian: лепетать, болтать, трепаться; Sanskrit: लपति; Spanish: parlotear, hablar por los codos, hablar como un perico, hablar como una cotorra, hablar como un loro, hablar hasta por los codos; Telugu: ప్రేలు; Vietnamese: bập bẹ, bi bô