борец
Russian > Greek
Κλεοπάτραγυμνάς, ἑδροστρόφος, μονομάχος, ἀσκητής, προαγωνιστής, βιαστής, ἀγωνιστής, ἀθλητής, ἀεθλητής, ἀθλητήρ, ἀεθλητήρ
Κλεοπάτραγυμνάς, ἑδροστρόφος, μονομάχος, ἀσκητής, προαγωνιστής, βιαστής, ἀγωνιστής, ἀθλητής, ἀεθλητής, ἀθλητήρ, ἀεθλητήρ