ἑδροστρόφος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδροστρόφος Medium diacritics: ἑδροστρόφος Low diacritics: εδροστρόφος Capitals: ΕΔΡΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: hedrostróphos Transliteration B: hedrostrophos Transliteration C: edrostrofos Beta Code: e(drostro/fos

English (LSJ)

ὁ, wrestler who throws his adversary, Argive fashion, by a cross-buttóck, Theoc.24.111.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ que derriba a su adversario con el culo al girar las caderas, que gira rápidamente de caderas ἑδροστρόφοι Ἀργόθεν ἄνδρες Theoc.24.111.

German (Pape)

[Seite 717] ὁ, der Ringer, der nach argivischer Art durch Beinunterschlagen seinen Gegner aus seiner Stellung (ἕδρα) bringt u. besiegt, Theocr. 24, 109.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui tourne vivement les reins, souple, agile.
Étymologie: ἕδρα, στρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἑδροστρόφος:борец, побеждающий посредством подножки Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑδροστρόφος: ὁ, παλαιστὴς καταρρίπτων τὸν ἀντίπαλον κατὰ τὸν Ἀργεῖον τρόπον, δηλ. δι’ ὑποσκελίσματος, κοινῶς «ποδοκλῃᾶς», Θεόκρ. 24. 109.

Greek Monolingual

ἑδροστρόφος, ο (Α)
παλαιστής που ρίχνει κάτω τον αντίπαλο του με υποσκέλισμα.

Greek Monotonic

ἑδροστρόφος: ὁ (ἕδρα, στρέφω), παλαιστής που ρίχνει κάτω τον αντίπαλό του με παλαιστικό κόλπο (τρικλοποδιά), σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἑδρο-στρόφος, ὁ, ἕδρα, στρέφω
a wrestler who throws his adversary by a cross-buttock, Theocr.