ἑδροστρόφος
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ὁ, wrestler who throws his adversary, Argive fashion, by a cross-buttóck, Theoc.24.111.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que derriba a su adversario con el culo al girar las caderas, que gira rápidamente de caderas ἑδροστρόφοι Ἀργόθεν ἄνδρες Theoc.24.111.
German (Pape)
[Seite 717] ὁ, der Ringer, der nach argivischer Art durch Beinunterschlagen seinen Gegner aus seiner Stellung (ἕδρα) bringt u. besiegt, Theocr. 24, 109.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui tourne vivement les reins, souple, agile.
Étymologie: ἕδρα, στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἑδροστρόφος: ὁ борец, побеждающий посредством подножки Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑδροστρόφος: ὁ, παλαιστὴς καταρρίπτων τὸν ἀντίπαλον κατὰ τὸν Ἀργεῖον τρόπον, δηλ. δι’ ὑποσκελίσματος, κοινῶς «ποδοκλῃᾶς», Θεόκρ. 24. 109.
Greek Monolingual
ἑδροστρόφος, ο (Α)
παλαιστής που ρίχνει κάτω τον αντίπαλο του με υποσκέλισμα.
Greek Monotonic
ἑδροστρόφος: ὁ (ἕδρα, στρέφω), παλαιστής που ρίχνει κάτω τον αντίπαλό του με παλαιστικό κόλπο (τρικλοποδιά), σε Θεόκρ.
Middle Liddell
ἑδρο-στρόφος, ὁ, ἕδρα, στρέφω
a wrestler who throws his adversary by a cross-buttock, Theocr.