возбуждающий
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Russian > Greek
ἐγερτικός, πληκτικός, κινητήριος, πρακτικός, δραστήριος, παραστατικός, νῆστις, ιδος, κινητικός, διεγερτικός, ἐπεγερτικός, τραχυντικός