вороватый

From LSJ

Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς → Malorum ne miserere fortunae malae → Bedaure nicht die Schlechten für ihr schlechtes Los

Menander, Monostichoi, 345

Russian > Greek

κλωπικός, κλόπιος, ὀξύχειρ, λαθροπόδης, λαθρόπους