ὀξύχειρ

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠ́χειρ Medium diacritics: ὀξύχειρ Low diacritics: οξύχειρ Capitals: ΟΞΥΧΕΙΡ
Transliteration A: oxýcheir Transliteration B: oxycheir Transliteration C: oksycheir Beta Code: o)cu/xeir

English (LSJ)

ὀξύχειρος, ὁ, ἡ,
A quick with the hands, quick to strike, quarrelsome, Lys.4.8, Men. 1048, Theoc.Ep.22.2; ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής Nicom.Com.1.33.
2 ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ with quick beating of the hands in lamentation, A.Ch. 23 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 355] ὀξύχειρος, mit den Händen schnell, behend, rüstig; κτύπος, der schnellen Hand, Aesch. Ch. 23; καὶ πάροινος, der schnell zur Tat ist, leicht zugreift u. zuschlägt, Lys. 4, 8; Theocrit. 19 (IX, 598); Nicomach. com. bei Ath. VII, 291 c, δειπνῶν δὲ πᾶς τἀλλότρια γίγνετ' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής.

French (Bailly abrégé)

ὀξύχειρος (ὁ, ἡ)
1 fait par une main agile;
2 aux mains agiles, adroit.
Étymologie: ὀξύς, χείρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύχειρ: ὀξύχειρος (ῠ) adj.
1 производимый быстрой рукой, т. е. быстрый, проворный: οξὐχειρι σὺν κτύπῳ Aesch. с быстрыми ударами руки;
2 дающий волю рукам, лезущий драться (ὀ. καὶ πάροινος Lys.);
3 ловкий на руку, т. е. вороватый (τῆς Μαίας βρέφος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύχειρ: ὀξύχειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀξείας τὰς χεῖρας, ὁ ὀξὺς εἰς τὸ πλήττειν, ἐριστικός, Λυσ. 101. 29, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 20. 2. ἄπληστος, πλεονεκτικός, ὀξ. κοὐκ ἐγκρατὴς Νικόμαχος ἐν «Εἰλειθυίᾳ» 1. 33. 2) ὀξύχειρι σύν κτύπῳ, σὺν ταχεῖ κτύπῳ τῶν χειρῶν ἐν τῷ θρηνεῖν, Αἰσχύλ. Χο. 23.

Greek Monolingual

ὀξύχειρ, ὀξύχειρος, ὁ, ἡ (Α)
1. μτφ. εριστικός, φιλόνικοςὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής», Νικόμ.)
2. φρ. «ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ» — με γρήγορο χτύπο τών χεριών κατά τον θρήνο, (Αισχύλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χείρ, χειρός (πρβλ. μαλακόχειρ)].

Greek Monotonic

ὀξύχειρ: -χειρος, ὁ, ἡ,
1. αυτός που είναι γρήγορος στα χέρια, γρήγορος στα χτυπήματα, εριστικός, σε Θεόκρ.
2. ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ, μ' ένα γρήγορο χτύπημα των χεριών κατά τη διάρκεια της θρηνωδίας, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀξύ-χειρ, ὀξύχειρος, ὁ, ἡ,
1. quick with the hands, quick to strike, Theocr.
2. ὀξύχειρι σὺν κτύπῳ with quick beating of the hands in lamentation, Aesch.