κλωπικός

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωπικός Medium diacritics: κλωπικός Low diacritics: κλωπικός Capitals: ΚΛΩΠΙΚΟΣ
Transliteration A: klōpikós Transliteration B: klōpikos Transliteration C: klopikos Beta Code: klwpiko/s

English (LSJ)

κλωπική, κλωπικόν,
A thievish, τὸ κ. v.l. for κλοπ- in Pl.Cra.408a.
2 stealthy, clandestine, βήματα, ἕδραι, E.Rh. 205, 512.

German (Pape)

[Seite 1458] diebisch, verstohlen, βήματα, ἕδραι, Eur. Rhes. 205. 512. Vgl. κλοπικός.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de voleur ; τὸ κλωπικόν habitude de frauder.
Étymologie: κλώψ.

Russian (Dvoretsky)

κλωπικός: досл. воровской, вороватый, перен. тайный (βῆμα, ἕδρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κλωπικός: -ή, -όν, κλεπτικός, τὸ κλωπικόν, τὸ κλεπτικόν, ἡ πρὸς κλοπὴν διάθεσις, Πλάτ. Κρατ. 408Λ. (κοινῶς: κλοπικόν, ἴδε κλωπεία). 2) κρύφιος, λαθραῖος, Εὐρ. Ρῆσ. 205, 512.

Greek Monolingual

κλωπικός, -ή, -όν (Α) κλωψ
1. ο επιρρεπής στην κλοπή
2. κρυφός, λαθραίος.
επίρρ...
κλωπικῶς (Μ)
με δόλιο τρόπο, με τέχνασμα.

Greek Monotonic

κλωπικός: -ή, -όν (κλώψ), κλοπιμαίος, λαθραίος, μυστικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

κλωπικός, ή, όν κλώψ
thievish, clandestine, Eur.

English (Woodhouse)

secret

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)