γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ὑπόστατος, ὑποστατός, ἀνασχετός, ἀνσχετός, ἀνεκτός, οἰστός, φερτός, φορητός, τλητός, τλατός