ἀνσχετός
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
v. ἀνασχετός.
Spanish (DGE)
v. ἀνασχετός.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀνασχετός.
German (Pape)
p. für ἀνασχετός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνσχετός: поэт. = ἀνασχετός.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνσχετός: ἴδε ἐν λ. ἀνασχετός.
English (Autenrieth)
(ἀνασχ-, ἀνέχω): endurable, with neg., Od. 2.63†.
Greek Monotonic
ἀνσχετός: βλ. ἀνα-σχετός.
Middle Liddell
[ἀνέχομαι]
to be borne, sufferable, endurable, Theogn., Soph.; mostly with negat., οὐκ ἀνσχετά insufferable, Od.; πτώματ' οὐκ ἀνασχετά Aesch.: —οὐκ ἀνασχετόν [ἐστι], c. inf., Hdt., Soph.