Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
ζωτικός, ζωθάλμιος, ζῳογόνος, ζῳοφόρος, ζώφυτος, φυσίζοος, φερέσβιος