φερέσβιος

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φερέσβῐος Medium diacritics: φερέσβιος Low diacritics: φερέσβιος Capitals: ΦΕΡΕΣΒΙΟΣ
Transliteration A: pherésbios Transliteration B: pheresbios Transliteration C: feresvios Beta Code: fere/sbios

English (LSJ)

φερέσβιον, life-bearing, life-giving, γαῖα h.Ap.341, Hes.Th.693; οὖθαρ ἀρούρης h.Cer.450; ἄρουρα h.Hom.30.9; Ἥρη Emp.6.2; Δήμητρος στάχυς A.Fr.300.7; Δηώ Antiph.1:—Poet. word, used in Arist.Mu.391b13.

German (Pape)

[Seite 1261] Leben, Lebensunterhalt tragend, hervorbringend, Nahrung gebend; γαῖα H. h. Apoll. 341; Hes. Th. 693; οὖθαρ ἀρούρης h. Cer. 450; ἄρουρα H. h. 30, 9; Ἥρη Empedocl. 27, das Element der Erde; Δημήτηρ Antiphan. Arg. frg. 1; sp. D., φόλλις Pallad. ep. (IX, 558), πυρσὸς τέχνης φερέσβιος Iulian. 23 (Plan. 87).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte la vie ou la nourriture, nourricier.
Étymologie: φέρω, βίος.

Russian (Dvoretsky)

φερέσβιος: дающий жизнь, питающий (γαῖα HH, Hes.; Δήμητρος στάχυς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φερέσβιος: -ον, ὁ φέρων, παράγων, διδοὺς ζωήν, κινήθη δ’ ἄρα γαῖα φερέσβιος Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Ἀπόλλ. 341, Ἡσ. Θεογ. 693· οὖθαρ ἀρούρης Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 450· ἄρουρα Ὑμν. Ὁμ. 30. 9· Δήμητρος στάχυς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 304· αἴρω ποθεινὴν μᾶζαν, ἣν φερέσβιος Δηὼ βροτοῖσι χάρμα δωρεῖται φίλον Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκῳ» 1· ― ὡσαύτως, φ. Ἥρα Ἐμπεδ. 100· ― ποιητ. λέξ. ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 1.

Spanish

dador de vida

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που παράγει τα χρήσιμα και κατάλληλα για τη ζωή
2. αυτός που συντελεί στη διατήρηση της ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. για μετρικούς λόγους, αντί του αναμενόμενου φερέβιος (< φέρω + βίος) αναλογικά προς τους τ.: φερε-σσακής και ὀρέσ-βιος].

Greek Monotonic

φερέσβιος: -ον, αυτός που δίνει, παρέχει ζωή, γαῖα, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Middle Liddell

φερέσ-βιος, ον,
life-giving, γαῖα Hhymn., Hes.

Frisk Etymology German

φερέσβιος: {pherésbios}
See also: s. φέρω.
Page 2,1002

Léxico de magia

-ον dador de vida de Apolo Μουσάων σκηπτοῦχε, φερέσβιε, δεῦρό μοι ἤδη portador del cetro que conduces a las Musas, dador de vida, ven ahora a mí, ya P II 98