ежедневный
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
Russian > Greek
πανημέριος, ἐφήμερος, ἡμερινός, ἠμάτιος, καθημέριος, καθαμέριος, καθημερινός, πανήμερος, πανάμερος, ἀμφημερινός, ἐφημέριος