заседать
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Russian > Greek
ἐκκλησιάζω, καθέζομαι, συγκάθημαι, συγκάτημαι, συγκαθέζομαι, καθίζω, κατίζω, συγκαθίζω, συνίζω