коварство
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Russian > Greek
σκευωρία, κακομηχανία, πανούργημα, κακεντρέχεια, δολοφροσύνη, πανουργον, μεθοδεία, κακοπραγμοσύνη, δόλος, κακότης, πανουργία, δόλωσις