мясистый
From LSJ
φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
Russian > Greek
σαρκώδης, κρεώδης, εὔσαρκος, σάρκινος, πολύσαρκος, σαρκοειδής, σαρκοφανής
φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone
σαρκώδης, κρεώδης, εὔσαρκος, σάρκινος, πολύσαρκος, σαρκοειδής, σαρκοφανής