плодородие
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
Russian > Greek
γονιμότης, τὸ γόνιμον, γενναιότης, ἀρετή, εὐκάρπεια, καρποφορία, πολυφορία, καρπογονία, πιμελή
γονιμότης, τὸ γόνιμον, γενναιότης, ἀρετή, εὐκάρπεια, καρποφορία, πολυφορία, καρπογονία, πιμελή