приколачивать
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Russian > Greek
περιπήγνυμι, περιπηγνύω, προσπήγνυμι, ἐφηλόω, καθηλόω, προσηλόω, προσπασσαλεύω, προσπατταλεύω, προσελαύνω