ропот
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Russian > Greek
θρόος, θροῦς, μεμψιμοιρία, ῥόθιον, παραπικρασμός, γογγυσμός, θόρυβος
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
θρόος, θροῦς, μεμψιμοιρία, ῥόθιον, παραπικρασμός, γογγυσμός, θόρυβος