слизывать
From LSJ
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
Russian > Greek
λιχνεύω, λείχω, περιλείχω, ἀπολείχω, ἀναλείχω, ἀπολιχμάομαι, ἐκφαιδρύνω
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
λιχνεύω, λείχω, περιλείχω, ἀπολείχω, ἀναλείχω, ἀπολιχμάομαι, ἐκφαιδρύνω