ἀγάλακτες
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
German (Pape)
[Seite 7] VLL. ὁμογάλακτες, ὁμογενεῖς.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγάλακτες: ὁμογάλακτες, ὁμογενεῖς, Ἀρχ. λεξ.