ἀγεωργήτως

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Spanish

virginalmente

Greek (Liddell-Scott)

ἀγεωργήτως: ἐπίρρ. χωρὶς νὰ γεωργήσῃ τις, Φωτίου Λογ. εἰς τὸν Εὐαγγελισμόν. Χειρόγρ. μονῆς Ἰβήρων ἐν Ἄθῳ, ἐξ ἀντ. γραφ. Π. Ν. Ῥόκκου.