ἀδαμάντιος

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀδαμάντιος: ὁ, = τῷ προηγ., ὡς ἐπώνυμον τοῦ Ὠριγένους, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 14, 10.