ἀδικαιολόγητος
From LSJ
Καὶ ζῶν ὁ φαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft
Greek (Liddell-Scott)
ἀδικαιολόγητος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ δικαιολογηθῇ, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 7, σ. 359.
Spanish (DGE)
-ον
que carece de defensa o justificación ἀ. γὰρ ἅπας ἁμαρτωλὸς καὶ παράνομος Chrys.M.61.730.