ἀθανατοποιός

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Spanish (DGE)

-όν
que hace inmortal, Hom.Clem.3.8, del bautismo ἡ ἀθανατοποιός σφραγίς Const.Ep. en Eus.VC 4.62.1
c. gen. ἡ ἀθανατοποιός τῶν σωμάτων ἡμῶν ἁγνεία Meth.Symp.278.

Greek (Liddell-Scott)

ἀθανατοποιός: -όν, ὁ ποιῶν ἀθάνατον, Εὐσ. βίος Κωνστ. 4. 62.