ἀκρόρριζος
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ μὴ καταβάλλων βαθείας ῥίζας, Βασίλ.
Spanish (DGE)
-ον con raíces cortas, superficiales Basil.M.29.109B.
German (Pape)
obenauf wurzelnd, Gegensatz βαθύρριζος, Sp.
ἀκρόρριζος: -ον, (ῥίζα) ὁ μὴ καταβάλλων βαθείας ῥίζας, Βασίλ.
-ον con raíces cortas, superficiales Basil.M.29.109B.
obenauf wurzelnd, Gegensatz βαθύρριζος, Sp.