ἀμεθέστατος
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Spanish (DGE)
-ον
inamovible en fórmulas de garantía contra la evicción ὅπως ... μένῃ ἡμῖν ἡ μίσθωσις βεβαία ἐπὶ τὸν πενταετ[ῆ] χρόνον ἀμεθεστάτους (sic) PAmh.85.22 (I a.C.), ἀμεθέστατόν σε φυλάξω PSarap.48a.5 (II a.C.), cf. 22.9 (II a.C.), 27.26 (II a.C.), 28bis.8 (II a.C.).