ἀμισία

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

German (Pape)

[Seite 125] ἡ, Haßlosigkeit, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμῑσία: ἡ, τὸ νὰ μὴ μισῆταί τις, Κλήμ. Ἀλ. 474.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
falta de odio, ἀγάπη δὲ ... νοεῖται ... δι' ἀμισίας Clem.Al.Strom.2.18.87.

Greek Monolingual

ἀμισία, η (Α) ἀμισής
έλλειψη μίσους, έχθρας.