ἀμφόδους

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

German (Pape)

[Seite 145] οντος, f. l. für ἀμφώδων.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφόδους: ἀμφώδων, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 785.