ἀνάσκαφος

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάσκαφος: -ον, ὃς πρέπει νὰ ἐξαχθῇ ἐκ τοῦ τάφου καὶ ῥιφθῇ ἔξω, ἐναγής, «ὁ θεομίσητος καὶ ἀνάσκαφος Χοσρόης» Χρον. Πασχ. 399Β.

Spanish (DGE)

-ον
maldito τὸν σταβλίτην παραδ[έ] δ[ω] κ[α] τοῖς ἀνασκάφοις νεωτέροις POxy.1854.1 (VI/VII d.C.).