ἀναπλάκητος

English (LSJ)

ἀναπλάκητον, = ἀναμπλάκητος, q.v.

Spanish (DGE)

v. ἀναμπλάκητος.

German (Pape)

[Seite 202] p. = ἀναμπλάκητος, nicht fehlend, Lesart der besten mss. Soph. O. R. 473, ch., κῆρες.

French (Bailly abrégé)

c. ἀναμπλάκητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπλάκητος: Soph. v.l. = ἀναμπλάκητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπλάκητος: -ον, = ἀναμπλάκητος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

ἀναπλάκητος, -ον (Α)
βλ. ἀναμπλάκητος.

Greek Monotonic

ἀναπλάκητος: -ον = ἀναμπλάκητος, βλ. αυτ.